-
1 τλήμων
τλήμων, ονος, duldend, a) duldsam, geduldig, standhaft, zum Aushalten von Mühsalen geeignet, Beiwort des Odysseus, Il. 10, 231. 498; ihm wird τλήμων ϑυμός beigelegt, 5, 670, Scholl. ὑπομενητικός; Il. 21, 430 ist vrbdn ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, kühn. verwegen; τλάμονι ψυχᾷ, Pind. P. 1, 48; Aesch. βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Ch. 378. 588. 921; auch im tadelnden Sinne, verwegen, frech, Soph. El. 267; εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε 431. – b) duldend, δμωΐδες τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον, Aesch. Spt. 346. – c) unglücklich, der viel auszustehen hat; Aesch. Prom. 617 Ag. 1294 u. sonst; τλήμονες φυγαί, Eur. Hipp. 1177, u. öfter; τλήμονες παίδων τύχαι, Herc. fur. 921; τλημονέστατον λόγον, Hec. 562; Soph. Phil. 161 u. öfter; ϑανάτου τλήμων vrbdt Ar. Th. 1072; sp. D.; selten in Prosa, Xen. An. 3, 1, 29 Mem. 1, 3, 11. 4, 2, 1 u. Plut.
См. также в других словарях:
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek